- ιωδοφόρμιο(ν)
- τό фарм, йодоформ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιωδοφόρμιο — Οργανική ένωση του τύπου CHI3 (τριϊωδομεθάνιο). Είναι κίτρινο στερεό σώμα, με διαπεραστική οσμή, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στους οργανικούς διαλύτες και έχει σημείο τήξης 119°C. Παρασκευάζεται με επίδραση ιωδίου και αλκαλίου σε θερμή αλκοόλη ή… … Dictionary of Greek
ιωδοφόρμιο — το κίτρινη κρυσταλλική σκόνη που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό φάρμακο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
τριιωδομεθάνιο — το, Ν χημ. συστηματική ονομασία τής χημικής ένωσης ιωδοφόρμιο … Dictionary of Greek
φθοριοφόρμιο — το (χημ.), αέριο ανάλογο προς το χλωροφόρμιο, που γίνεται από ιωδοφόρμιο και φθοριούχο άργυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)